Τρίτη, Οκτωβρίου 31, 2006

Αυτοκριτική Προσπάθεια Α

Once Upon A Time και άλλες Ιστορίες


Καθόταν η γριά Χάιδω κι έπλεκε όλη μέρα. Καθώς τα μεγάλα πράσινα δάκρυά της έπεφταν αναίσχυντα στα φρέσκα κρεμμυδάκια εκείνη συνέχιζε να κλαίει κοιτώντας τους καθρέπτες του καθιστικού. Το σκουλαρίκι στο αριστερό της φρύδι είχε πια σκουριάσει. «Έπρεπε να το φανταστώ» μουρμούρισε, καθώς μικρές πιτσιλιές σκουριάς πετάχτηκαν απ τα στραβά γερασμένα της ρουθούνια (μετά από αυτό αποφάσισε ότι από δω και στο εξής θα έκοβε εντελώς το ετήσιο μπάνιο της).
Έβγαλε το χρυσό της πατσαβούρι από το συρτάρι της κουζίνας και σκούπισε επιμελώς τα ραπανάκια. «Τι ψυχή έχουν κι αυτά τα καημένα» σκέφτηκε. Έδεσε τα έμμορφα άνθη σε μια ανθοδέσμη με μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα και τα έβαλε σε ένα μικρό φανταχτερό χαρτόκουτο.
Είχε δει στον ύπνο της, λέει, ότι την πήρε πάλι τηλέφωνο εκείνη η φίλη της από το μακρινό Καναδά, η Σίλβια. Την είδε να αιωρείται πάνω από μία πολική αρκούδα βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Το θεώρησε σημάδι ότι κινδύνευε γι αυτό κι αποφάσισε να της απαντήσει το συντομότερο δυνατόν.
Ω, ναι, ήτο μεγάλος έρωτας η Σίλβια. Την είδε στο όνειρο να τη ρωτά: «θυμάσαι τότε στα είκοσι, που ήμασταν τα δυο μας στην εξωτική Οξφορδία;». Θυμόταν, και βέβαια θυμόταν η γριά Χάιδω.
Η μνήμη αυτή έκανε τα θρυψαλιασμένα της γόνατα να τρικλίσουν επικίνδυνα, πριν τη σωριάσουν με πάταγο στο πάτωμα. Αφού συνήλθε από την πτώση της και κατάφερε σιγά-σιγά να σηκωθεί, άρχισε να ψάχνει για τυχόν παράπλευρες απώλειες που ίσως είχαν ξεμείνει κάτω. Μάζεψε τον σπασμένο της παράμεσο αναστενάζοντας και τον έβαλε μέσα στο κουτάκι που φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι της, αφού πρώτα σημείωσε κάτι απροσδιόριστο πάνω του με ροζ ανεξίτηλο μαρκαδόρο.
Και θα ξαναγύρναγε πίσω στην μουχλιασμένη της κουζίνα, αν δε γινόταν το ΜΟΙΡΑΙΟ.
Ένας περαστικός ψήλος, ονόματι Βους, προσγειώθηκε στο κεφάλι της γριάς Χάιδως και άρχισε να μασουλάει με όρεξη τους τόνους αξέβγαλτης μπριγιαντίνης, που με τα χρόνια είχαν μαζευτεί στο σχεδόν ανύπαρκτο τριχωτό της κεφαλής της, καθιστώντας το ίσως ιδανικό καταφύγιο για μικρά, πτερωτά και μη, έντομα. Η σοφή γραία τον αγνόησε επιδεικτικά.
Τότε συνέβη κάτι συνταρακτικό.
Ο Βους, γνωστός κι ως Γαβριήλ, πέταξε ξαφνικά μακριά, αιφνιδιάζοντας την άμυαλη γριά, θάπτοντάς τη μέσα σε περιττώματα από σκόνη, τόνους σκόνης – ΣΚΟΝΗ, ΣΚΟΝΗ ΠΑΝΤΟΥ, ΣΚΟΝΗ, ΣΚΟΝΗΗΗΗΗ!!!
Μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κάποιος ψήλος ονόματι Βους (το πραγματικό του όνομα αυτή τη φορά), έλιωσε κάτω από το βάρος της μυγοσκοτώστρας του αφρικανού μάγου.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τι θέλει να πεί ο ποιητής?